- ρυάζομαι
- ουρλιάζω, σκούζω: Τη νύχτα τα τσακάλια ρυάζονταν στο λόγγο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρυάζομαι — Ν ωρύομαι, ουρλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠρύομαι, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ω και κατάλ. άζομαι] … Dictionary of Greek
ρυάσιμο — το, Ν (για θηρία ή σκυλιά) το ουρλιαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυάζομαι + κατάλ. ιμο (πρβλ. ψήσ ιμο)] … Dictionary of Greek
ρυαχτό — το, Ν [ρυάζομαι] ρυάσιμο … Dictionary of Greek